- ανακυκλικός
- η , όν периодически повторяющийся, циклически возвращающийся к тому, что было
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακυκλικός — ή, ό (Α ἀνακυκλικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που γίνεται με ανακύκληση* αρχ. αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή … Dictionary of Greek